- ρωμαντικός
- -ή, -ό, Νβλ. ρομαντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρωμαντικός — ή, ό βλ. ρομαντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρωμανικός, ρωμαντικός — ρωμανικός, ή, ό βλ. ρομανικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)